Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2011

2. Αναζήτηση

Είχα ακούσει από τον άντρα της ξαδέλφης μου για ένα ψυχοθεραπευτή (ακόμη δεν μπορούσα να διακρίνω τη διαφορά μεταξύ ψυχιάτρου και ψυχαναλυτή) ο οποίος ήταν πολύ καλός και τον είχε βοηθήσει αρκετά να ξεπεράσει διάφορα θέματα που τον απασχολούσαν. Μου ήταν ούτως ή άλλως πολύ δύσκολο να ψάξω από μόνος για να βρω τον κατάλληλο και παρότι με ομοιοπαθητικό είχα ξεπεράσει τις εφηβικές μου αλλεργίες, αρχικά ήθελα να δοκιμάσω την γνωστή οδό πριν περάσω σε εναλλακτικές μεθόδους. Ευτυχώς κάποια χρήματα που είχα αποκτήσει το προηγούμενο καλοκαίρι βάφοντας  σπίτια πλουσίων γειτόνων στο χωριό που ήταν το εξοχικό, μου έδιναν τη δυνατότητα να ξεκινήσω το εγχείρημα μου χωρίς να δώσω αφορμές στους δικούς μου. Όπως και να το κάνεις στα δεκαεννιά δεν μου ήταν εύκολο να το συζητήσω με τους γονείς μου αυτό. Ένιωθα ότι θα το περνούσα και τελικά ξεπερνούσα μόνος.
Έτσι αφού πρώτα έκλεισα ένα τηλεφωνικό ραντεβού, ένα ανοιξιάτικο μεσημέρι ξεκίνησα να πάω στο γραφείο του Γ. κάπου στα Βόρεια Προάστια. Ένας κόμπος είχε δεθεί στο στομάχι , μου θύμιζε τον αντίστοιχο όταν έδινα πανελλαδικές εξετάσεις, άγχος μαζί με προσμονή μέχρι να μου δοθούν τα θέματα των εξετάσεων. Χτύπησα το κουδούνι του και μετά από μερικά δευτερόλεπτα (που μου φάνηκαν αιώνες) άνοιξε η πόρτα και βρέθηκα στον χώρο αναμονής. Είχα πάει 10 λεπτά νωρίτερα οπότε κάθισα σε μια αναπαυτική πολυθρόνα και περίμενα να με καλέσει. Η πόρτα του ήταν μισάνοιχτη και προσπαθούσα να διακρίνω κάτι από το χώρο. Το μόνο που έβλεπα ήταν μια σκούρα βιβλιοθήκη γεμάτη τόμους και βιβλία ενώ άκουγα στο βάθος μια πολύ μπάσα αλλά ταυτόχρονα και ήρεμη συμβουλευτική φωνή. Ο κόμπος από το στομάχι είχε περάσει στο διάφραγμα, σκέφτηκα προς στιγμή να φύγω, αλλά ούτε αυτό δεν είχα κουράγιο να κάνω, τα πόδια μου είχαν κολλήσει στο πάτωμα, τέτοια "γείωση" δεν μου είχε ξανατύχει. Η φωνή δεν ακουγόταν πια, κοίταξα το ρολόι μου (φορούσα ακόμη τότε, αρκετά χρόνια αργότερα την έκοψα εντελώς αυτή τη συνήθεια), σε 3 λεπτά κανονικά θα αρχίζαμε... Τον είδα να στέκεται στην βαριά δίφυλλη πόρτα, μου φάνηκε τεράστιος κι εγώ ένιωθα νάνος μπροστά του, μου είπε με την βαριά σταθερή φωνή του: παρότι λίγο νωρίτερα από το προβλεπόμενο, μπορείτε να περάσετε κύριε Α.

Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2011

1. Παραδοχή

Χαμογέλασα αλλά μου βγήκε σαν μορφασμός πόνου στο πρόσωπο. Όσο κι αν εσωτερικά το διασκέδαζα εξωτερικά δεν μπορούσε να φανεί. Αυτή η διαφορά του μέσα με το έξω, του συναισθήματος με την αίσθηση, είχε αρχίσει να γίνεται δεύτερη φύση μου απ' ότι φαινόταν κι ήταν μόνο λίγες φευγαλέες στιγμές που μπορούσα να το βιώσω, να γίνει αντιληπτή ως συμπεριφορά. Δεν με ενοχλούσε πλέον, σαν όλες τις συνήθειες προσπαθούσα να το λανσάρω και στο υποσυνείδητο ώστε να μην είναι τόσο έντονη η κόντρα για μένα.
Βέβαια λόγω αυτής της αναποδιάς ο άλλος απέναντί μου δεν μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς νιώθω, το να δείχνεις ότι πονάς ακούγοντας ένα ανέκδοτο ή να γελάς βλέποντας ένα τραγικό ή άσχημο γεγονός με έβγαζε ημίτρελο (μη σου πω θεότρελο) στα μάτια του. Στην κηδεία αγαπημένου προσώπου πρόσφατα είχα αυτό το χαμόγελο καρφωμένο κι όσοι δεν ήξεραν θεωρούσαν ότι ήμουν ο μεγαλύτερος εχθρός του θανόντος. Απ' ότι μου είπε κάποιος ειδικός μόνο η ταυτόχρονη βίωση δύο αντίθετων συναισθημάτων ταυτόχρονα θα μπορούσε να με επαναφέρει στην πρότερη (και αποδεκτή) ψυχοσωματική ισορροπία.
Έσπαγα το κεφάλι μου προσπαθώντας να δημιουργήσω μια τέτοια κατάσταση τεχνητά, αλλά από την άλλη πίστευα ότι θα ερχόταν από μόνη της όταν έφτανε το πλήρωμα του χρόνου. Όσο παράλογο κι αν ακουγόταν την ίδια ακριβώς στιγμή να νιώσεις καλά κι άσχημα, εγώ ήλπιζα ότι θα συμβεί και μάλιστα σύντομα.
Προσπαθώ να θυμηθώ πως ξεκίνησε αυτή η ιστορία, ποια ήταν η αφορμή, σε ποια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, ποιοι ήταν παρόντες, αλλά κι αυτό μου φαντάζει δύσκολο τώρα. Λες κι ήμουν πάντα έτσι, πιθανό γεννητικό πρόβλημα, γεγονός που συνέτεινε στην απόφασή μου να πάω σε έναν ειδικό, το μόνο στο οποίο δεν είχα καταλήξει ήταν αν θα ήταν της παραδοσιακής σχολής ψυχολογίας ή κάτι πιο εναλλακτικό.  

Παρασκευή 18 Φεβρουαρίου 2011

Εισαγωγή

Κάποτε (21/1/08) σε ένα ιστολογικό παιχνίδι είχα παίξει με το παρακάτω ποίημα. Ανακάλυψα μέσω στατιστικών ότι σε 92 από τα post του άλλου μου blog υπάρχουν υστερόγραφα. Έτσι προκύπτει κι ο τίτλος αυτού του blog, θα προσπαθήσω να γράψω αλλιώς, περισσότερο να βγάλω τη συγγραφική μου τρέλα κι ότι ήθελε προκύψει. Τότε λοιπόν είχα γράψει τα παρακάτω:

Ούτως ή άλλως και για διάφορους λόγους έχω αναφερθεί πολλάκις εδώ μέσα σε αγαπημένους ποιητές κι έχω παραθέσει αποσπάσματά τους. Είναι ευκαιρία λοιπόν να σας αποκαλύψω γιατί έχω τρέλα με τα υστερόγραφα:Το ανακάλυψα τυχαία πριν καμιά 15αριά χρόνια, η αδυναμία στον Μανόλη Αναγνωστάκη ήταν δεδομένη, το παιχνίδι των υστερόγραφων μου θύμιζε προ εφηβικά χρόνια όταν με αγαπημένη φίλη - καθηγήτρια αρχαίων ελληνικών, ανταλλάσσαμε γράμματα (ναι, ήταν τρόπος επικοινωνίας κάποτε, τότε δεν υπήρχε η άνεση κινητών κι ακίνητων τηλεφώνων και sms, e-mail κλπ), αφήνοντας πάντα τη δύναμη και την ανατροπή σε αυτά τα σύντομα κειμενάκια της μιας γραμμής που μπορούσαν να αλλάξουν το νόημα όλου του προηγούμενου γράμματος. Ας παραθέσω λοιπόν κάποια από αυτά:

Δε θέλω να γνωρίσω πάρα πολύ τους ανθρώπους.

Όλα προς τι;

Ζήσαμε παιδικά χρόνια, νιότη - διαφορετικά.

Δεν ήταν δειλός γιατί είχε συναίσθηση της δειλίας του.

Η φοβερή εξυπνάδα του, χωρίς ίχνος ευαισθησίας.

Τα φτωχόπαιδα που έγιναν αφεντικά.

Έρωτας: όσο υπάρχουν το άγνωστο και οι αυταπάτες.

Ήξερε πως δεν είχε πεθάνει αλλά δεν επρόκειτο ποτέ να την ξαναδεί.

Παλιούς σου φίλους που τους βλέπεις με συγκίνηση - παλιούς σου έρωτες με αποστροφή.

Όλοι κομπλεξικοί με το ήθος.

Το ματς της ζωής του είχε τελειώσει - τώρα έπαιζε την παράταση.

Δεν φοβόταν το θάνατο - τουλάχιστον το θάνατο των άλλων.

Μιλούσε συνεχώς με παρενθέσεις και αποσιωπητικά, σαν τυφλός που βάδιζε σ' ένα δωμάτιο γεμάτο έπιπλα.

(Γηράσκω αεί αναθεωρών)

Αγαπούσε ακόμη και τον αριθμό του τηλεφώνου της.

Δεν υπάρχει πνευματικός ηρωισμός.

Επισκευαστής αναμνήσεων.

... Και ποτέ μην ξεπέσεις στο αχ εμείς οι καημένοι. (Δε θέλει παρά ένα βηματάκι να το σκεφτούν οι άλλοι για σένα.)

Έλπιζες από απελπισία.

Το ενοχλητικότερο ήταν πως επέμενε να γράφει την αλήθεια με άλφα κεφαλαίο.

Οι τίτλοι στα περιεχόμενα άμα τους διάβαζες στη σειρά, φτιάχναν ένα καινούργιο ποίημα - το πιο όμορφο ποίημα, χωρίς λόγια περιττά, χωρίς φιλολογία, χωρίς φτιασίδια.

Ο σπαραγμός της κοινοτυπίας.

Οι ίδιες λέξεις που λέμε όλοι.

Περιθώριο στο "Περιθώριο".

Προσπαθούσε να σε πείσει πως όλα είχαν αλλάξει, όμως εσύ τα 'βλεπες γύρω σου απελπιστικά όμοια.

Εμένα θα μου άρεσε με μια μουσική υπόκρουση, είπες, όπου θα καθόριζες εσύ τα κενά της σιωπής.

Όμως ποτέ δε θα μου εξηγήσεις το πως και το γιατί.

Πόσα άλλα κρυμμένα βαθιά...

Υ.Γ.: σε πολύ λίγο θα αρχίσει κάτι που δεν ξέρω ούτε πότε ούτε πως θα ολοκληρωθεί