Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2012

12. 3η Επίσκεψη, συνέχεια

Προσπάθησα να βάλω σε μια τάξη τις σκέψεις, και μου φάνηκε αλήθεια βουνό η προσπάθεια συγκρότησης προτάσεων για το συγκεκριμένο θέμα. Ήταν περισσότερο η ίδια η αίσθηση που μου άφηνε η σκέψη έλλειψης γονιών, όχι τόσο το θέμα ότι θα ήμουν ορφανός, όσο η απώλεια της καθημερινής επαφής, στοργής, τρυφερότητας, ασφάλειας… προσπάθησα να τα εκφράσω όσο μπορούσα καλύτερα (και προσεκτικότερα) όταν άρχισα να μιλάω,
Α.: Σκέφτομαι συχνά σαν σενάριο ότι συμβαίνει κάτι ξαφνικό, όπως αυτοκινητικό δυστύχημα ας πούμε και πεθαίνουν όλοι από αυτό…
Γ.: Συγγνώμη για την τόσο γρήγορη διακοπή, όταν λέτε όλοι; Εννοείτε μητέρα και πατέρας;
Α.: και ο αδελφός μου που οδηγεί…
Γ.: μάλιστα, συνεχίστε όσο μπορείτε με περισσότερες λεπτομέρειες…
Α.: Δεν επικεντρώνομαι στην ίδια εικόνα του δυστυχήματος, ούτε και στην τελετή που ακολουθεί, είναι εικόνες που ίσως δεν θέλω καν να σκέφτομαι ως πιθανότητα, αλλά στην πραγματικότητα μετά από αυτό το γεγονός. Βλέπω τις συζητήσεις των συγγενών και του παππού με τη γιαγιά για το ποιος θα με κρατήσει, εγώ αν ήταν να διαλέξω θα ήθελα να είμαι μόνος, δεν με ενδιαφέρει να βάλω στο ζύγι που θα ήταν καλύτερα, θέλω να πενθήσω με τον τρόπο μου, να αγωνιστώ να τα βγάλω πέρα μόνος, η έλλειψη κι η φροντίδα των γονέων δεν είναι δυνατόν να αντικατασταθεί με κανέναν, η αδελφική αγάπη το ίδιο, δεν με απασχολεί και δεν με αγχώνει τίποτα, τελικά καταλήγω σε ένα μεγάλο κενό… Κενό συναισθημάτων, λες κι οι δακρυγόνοι αδένες δεν μπορούν να παράγουν άλλο υλικό, έχω στεγνώσει εσωτερικά κι εξωτερικά, σαν κινούμενο ζόμπι φαντάζω, κι όλο ξαφνικά βάζω τα γέλια… δυνατά και μέσα από την ψυχή μου.
Όλοι οι συγγενείς με κοιτούν αποσβολωμένοι, - πάει, τα έχασε το καημένο, λένε, ο νονός μου περνάει το μπράτσο του στους ώμους μου και με το άλλο χέρι με χαϊδεύει στο μάγουλο (εγώ ένιωθα σαν να ήθελε να μου ρίξει ένα χαστούκι να συνέλθω), η γιαγιά μου κλαίει κρυφά για να μην την δω, οι υπόλοιποι απλά απορούν. Δεν εξηγώ τίποτα σε κανένα, απλά είναι η αίσθηση ότι αρχίζω να νιώθω και πάλι μετά από αυτή την αντίδραση. Η απόσταση με τους άλλους γύρω μου όλο και μεγαλώνει, βγάζω το χέρι του νονού από πάνω μου αποφασιστικά, χαιρετώ κάποιους από τους συγγενείς, φιλώ κάποιους άλλους, αγκαλιάζω σφιχτά τη συνονόματη γιαγιά, και κλείνω την πόρτα πίσω μου. Ο καιρός έξω είναι ανοιξιάτικος, φοράω τα γυαλιά ηλίου, ανάβω ένα τσιγάρο και νιώθω ότι αδειάζω… η αρχική σαστιμάρα και φόβος μετατρέπονται σε δύναμη και σιγουριά. Κάθομαι σε παρακείμενο καφενεδάκι, αγοράζω εφημερίδα αγγελιών κι αρχίζω να κοιτώ τις στήλες  προσφορά εργασίας και ενοικίαση ακινήτων…
Γ.: Ωραία, μέχρι εδώ μου περιγράφετε περισσότερο καταστάσεις και γεγονότα και λιγότερο συναισθήματα, στο μόνο που εστιάσατε είναι ότι αντί θλίψης και δακρύων για την απώλεια και την αίσθηση του «ξεκρέμαστου» ξεσπάσατε με μια εκ διαμέτρου αντίθετη αντίδραση από αυτή που θα περίμεναν όλοι, από αυτή που θα ήταν λογική (;) – στη φωνή του υπήρχε κάτι σαν ερώτηση χωρίς να είναι και τόσο σίγουρο… Θέλετε να εστιάσουμε λίγο περισσότερο στα αισθήματα τώρα;
Α.: Η αλήθεια είναι ότι άφησα το δυσκολότερο κομμάτι σχεδόν εκτός…
Ήξερα ότι τώρα αρχίζουν πραγματικά τα δύσκολα, αλλά δεν ήξερα καν από πού να το πιάσω το θέμα, πώς να αρχίσω. Ήμουν καλός στην αφήγηση, όχι όμως το ίδιο καλός στην εξωτερίκευση συναισθημάτων.